Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

ΑΠΟΦΑΣΗ αριθ. 124/2005

Αριθμός    124/ 2005
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας
Συγκροτήθηκε  από Πρωτοδίκη  Κωνσταντίνα Φλετούρη    που όρισε ο Προϊστάμενος του Πρωτοδικείο Λαμίας και την Γραμματέα   Βασιλική Λάιου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 6 Οκτωβρίου 2005 για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των ανακοπτόντων: 1) Κωνσταντίνου Ανθούλη του Θεοδώρου και 2) Μαρίας συζ Κων/νου Ανθούλη, κατοίκων Λαμίας (Υψηλάντου 26)} Που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Σωφρονίου.
Του καθ'ού η ανακοπή: Πιστωτικού Συνεταιρισμού με την επωνυμία «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΑΜΙΑΣ ΣΥΝ. ΠΕ», που εδρεύει στη~Λαμία, νομίμως εκπροσωπουμένου, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αργυρούλα Γιαννακοπούλου.


Οι ανακόπτοντες με ανακοπή κατά της εκτέλεσης που απηύθυναν στο Δικαστήριο τούτο, που έχει ημερομηνία 24-12-2003 και αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 3975/ΤΜ 280/24-12-2003 και μετά από νόμιμη αναβολή για τη δικάσιμο της παρούσας ζήτησαν να γίνει αυτή δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σ'αυτή.
Εκφωνήθηκε η υπόθεση από το πινάκιο και από την σειρά εγγραφής του σε αυτό και παραστάθηκαν οι διάδικοι όπως παραπάνω αναφέρεται.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν       στις έγγραφες  προτάσεις που κατέθεσαν


ζήτησαν   όσα διαλαμβάνονται   σε αυτές , ανέπτυξαν    δε τις απόψεις τους  και    προφορικά.
αφου μελετησε τη δικογραφια σκέφθηκε συμφωνά με το νομο
Σύμφωνα με το άρθρο 296 ΚΙΊολΔ, ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα που ασκήθηκε με την αγωγή (κατά συνέπεια και ο ανακόπτων από την ανακοπή) χωρίς συναίνεση του εναγομένου. Η παραίτηση του ενάγοντος από τη ζητούμενη έννομη συνέπεια.όπως επιτρέπεται από την προκείμενη διάταξη, αποτελεί αμιγή διαδικαστική πράξη (Μητσόπουλος Τιμ. Τομ Ράμμου II σ. 657) που δεν προκαλεί καθ' αυτήν απόσβεση του επίδικου δικαιώματος, αλλά επιφέρει δικονομικές συνέπειες (ΑΠ 811/1987, ΕΕΝ 1988.350,351). Η εκκρεμής δίκη καταργείται -(.Εφ Αθ 1714/1991, ΑρχΝ 1992,49), ενώ η αγωγή που μετά την παραίτηση επανασκείται με την ίδια βάση (Εφ Αθ 407/1983, ΕλλΔνη 1983.522) και το ίδιο αίτημα .απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη,Πολ Π^θ σ. 961/1994, Αρμ 1996.744, Κεραμεύς αρ 142 σελ 362). Αυτό σημαίνει ότι η αγωγή δύναται παραδεκτά να επανασκηθεί με διαφοροποιημένη βάση ή αιτήματα.
Στην  προκειμένη   περίπτωση   οι  ανακόπτοντες   είχαν
ασκήσει την από 19-10-1999 ανακοπή τους των άρθρων 632 και
933 ΚΠολΔ (αύξων αριθμός καταθέσεως 31355/ΤΜ 503/99).
Συζητήσέωςγενομένης^κδόθηκεη υπ' αριθμ 172/2001 απόφαση
του    Πολυμελούς    Πρωτοδικείου    Λαμίας,    με    την    οποία
απορρίφθηκε η ανακοπή του 933 ΚΠολΔ και παραπέμφθηκε η
υπόθεση να δικασθεί στο αρμόδιο Πρωτοδικείο Λαμίας. Κατόπιν
\της από 11-2-2002 αίτησης κλήσης ( αύξων αριθμός καταθέσεως


   φυλ υπ αριθ 124/05 αποφ Μον Πρωτ Λαμίας
(τακτική )
436/ΤΠ 40/2002),ορίσθηκε δικάσιμος, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας η 20-9-2002 κατά την οποία οι καθ'ού παραιτήθηκαν του δικογράφου της παραπάνω ανακοπής τους όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ 11/2002 πρακτικό του ως άνω δικαστηρίου. Επίσης η δεύτερη των ανακοπτόντων κοινοποίησε στην καθ'ής την από 22-5-2002 εξώδικη δήλωση της σύμφωνα με την οποία παραιτήθηκε τόσο από το δικόγραφο όσο και από το δικαίωμα. Παρά ταύτα δεν προκύπτει ότι η υπό κρίση ανακοπή έχει την ίδια βάση με την προαναφερθείσα, δεδομένου ότι ενυπάρχουν στην τελευταία πλείονες λόγοι οι οποίοι ερείδονται π.χ σε ειδικότερες ρυθμίσεις πανωτοκιών ειδικών νόμων, επαναπροσδιορισμούς οφειλών κλπ ενώ στην από 19-ΙΟ­Ι 999 ανακοπή του, ο ανακόπτων αναφερόταν στο καθεστώς της 289/1980 αποφάσεως της Νομισματικής Επιτροπής, εχούσης καταργηθεί με το Νόμο 2601/1988 (άρθρο 12) ι
Με την από 24-12-2003 υπό κρίση ανακοπή, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση: α) της με αριθμό 899/5-12-2003 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτου περιουσίας του, του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας Αντωνίου Δημ. Φαϊτά και β) κάθε άλλης πράξεως εκτελέσεως δυνάμει της ως άνω εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως.
Η ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, δηλαδή ασκήθηκε πριν αρχίσει η τελευταία πράξη εκτέλεσης σύμφωνα με τα άρθρα 933 και 934 παρ 1 περ 2, εφόσον στρέφεται κατά


κατασχετήριας εκθέσεως, η οποία σύμφωνα με το ως άνω άρθρο, αποτελεί την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης, δεδομένου ότι ο πλειστηριασμός θα ακολουθούσε της κατασχέσεως με επόμενο βήμα τη σύνταξη εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακύρωσης (κατ' άρθρο 934 παρ Τ). Αρμόδια δε και παραδεκτά φέρεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία, δεδομένου ότι η επίδικη αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται στην περιφέρεια της έδρας του και πρέπει επομένως να ερευνηθεί η νομική βασιμότητα των λόγων της, γενομένης αυτής τοπικά δεκτής.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 του ν.
2789/2000, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 47 του ν.
2873/2000 και κατόπιν από το άρθρο 42 περ. 2 του Ν.
2912/2001,   από   της' ισχύος   του   παρόντος   νόμου;   τα
πιστωτικά    ιδρύματα   υποχρεούνται   να    μην    αρχίσουν
διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, ούτε να συνεχίσουν
διαδικασίες που έχουν αρχίσει μέχρι την 31 Μαρτίου 2001
και στην συνέχεια μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2001, κατά δε την
παράγραφο 8 του άρθρου 30 του ίδιου νόμου, οι διατάξεις
του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν όσα είτε κρίθηκαν
οποτεδήποτε  τελεσίδικα  ;εκτός  αν  εκκρεμούν  κατά  την
ημερομηνία ψήφισης του παρόντος στον Άρειο Πάγο, είτε
ρυθμίστηκαν    με    διάταξη    νόμου   ή    με    συμβιβασμό,
αναγνώριση    χρέους   ή    άλλη    συμφωνία   μεταξύ    των
πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών για σύμβαση δανείων
ή πιστώσεων μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος και οι


   φυλ υπ αριθ 124/05 αποφ Μον Πρωτ Λαμίας
(τακτική )
σχετικές συμφωνίες εξακολουθούν να δεσμεύουν τα μέρη. Με την παραπάνω διάταξη (του άρθρου 30 του ν 2789/2000 όπως αυτό τροποποιήθηκε) ορίζεται ότι σε περίπτωση που η οφειλή πελάτη της Τράπεζας προέρχεται από δάνεια ή πιστώσεις τότε η αντίστοιχη συνολική απαίτηση της Τράπεζας (κεφάλαιο, τόκοι κ.ο.κ.) βρίσκεται σε καθεστώς εκτελεστικού δικαιοστασίου και συνεπώς η εκτελεστική διαδικασία που τυχόν επισπεύδει στις περιπτώσεις αυτές η Τράπεζα από την 11-2-2000 (έναρξη ισχύος του ν. 2789/2000) έως και την 31-3-2001 είναι άκυρη. Όμως, η προαναφερόμενη παράγραφος 8 του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 θέτει   κάποιο   φραγμό   στην   εφαρμογή   των   ευεργετημάτων, ουσιαστικών και δικονομικών που εισάγουν υπέρ του πελάτη της Τράπεζας οι υπόλοιπες διατάξεις του άρθρου αυτού, ορίζοντας ότι οι διατάξεις του παρόντος άρθρου (δηλαδή η απαγόρευση έναρξης ή συνέχισης της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την 31-3-2001 δεν επηρεάζουν όσα κρίθηκαν τελεσίδικα. Η έννοια του νόμου  στην περίπτωση   αυτή   είναι ότι  εξαιρούνται  από  τη ρύθμιση του άρθρου 30 του ν 2789/2000 (και επομένως μπορεί η Τράπεζα   να   επισπεύσει   αναγκαστική   εκτέλεση)   μόνο   οι περιπτώσεις εκείνες που το κεφάλαιο και οι τόκοι από δάνεια ή πιστώσεις είχαν κριθεί υπέρ της Τράπεζας πριν από την 11-2-2000 τελεσίδικα, δηλαδή με τελεσίδικη δικαστική απόφαση (Ν. Μπαρμπάτση    αναστολή    εκτελέσεως    για    πανωτόκια,    Ν. 2789/2000, Αρχ. Ν. ΝΑ 447). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι εάν η απαίτηση της Τράπεζας προέρχεται από διαταγή πληρωμής που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου κατά το άρθρο 633 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.,δεν θεωρείται ότι σ' αυτήν την περίπτωση η απαίτηση έχει κριθεί τελεσίδικα, ώστε να εμπίπτει στην εξαίρεση της παραγράφου 8 του άρθρου 30 του ν 2789/2000 και να μπορεί βάσει αυτής να διενεργηθεί αναγκαστική εκτέλεση από την Τράπεζα. Και τούτο γιατί η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά απλώς εκτελεστός τίτλος (άρθρο 904 παρ. 2 ε' Κ.Πολ.Δ., Ε.Θ. 394 /1989 Ελ. Δ/νση 30,1006, Ε Α. 5 770/1988 Ελ. Δ 30 335) και δεν μπορεί να τελεσιδικήσει, απλώς ο νόμος (άρθρο 633 παρ 2 ΚΠολΔ) της προσδίδει ισχύ δεδικασμένου, λόγω άπρακτης παρέλευσης της αρχικής προθεσμίας και της νέας προθεσμίας προς άσκηση ανακοπής και εντεύθεν λόγω τεκμαιρόμενης έλλειψης ενδιαφέροντος του καθ'ού η διαταγή πληρωμής προς εξαφάνιση της.
Εξάλλου, το άρθρο 30 Ν 2789/2000 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 Ν 2912/2000 εγκαθίδρυσε υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν καταγγελθεί ή λήξει ως και την 31-12-2000 ώστε η εκάστοτε προς αυτά συνολική οφειλή, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί είτε με βάση τις ισχύουσες συμφωνίες είτε με βάση τελεσίδικες αποφάσεις να μην υπερβαίνει ορισμένα πολλαπλάσια που περιοριστικά καθορίζει ο ίδιος ο νόμος. Ενόψει των παραπάνω ποσοστικών ορίων, το άρθρο 30 παρ 4 Ν 2789/2000 καθιερώνει ειδικότερα διαδικασία υποβολής των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε αναπροσαρμογή ή επαναρρυθμιση


   φυλ υπ αριθ 124/05 αποφ Μον Πρωτ Λαμίας
(τακτική )
(άρθρο 42 παρ 6 Ν 2912/2001) διαδικασία που κινείται με την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον εκάστοτε οφειλέτη και λήγει με τη γνωστοποίηση από το σχετικό πιστωτικό ίδρυμα του ύψους της επανακαθοριζόμενης οφειλής κατά κεφάλαιο και τόκους, όπως αυτή θα διαμορφωθεί με εφαρμογή του άρθρου 30 παρ 1 και 2 Ν 2879/2000.
Σύμφωνα  με το γράμμα του  ως άνω  άρθρου  30 Ν 2879/2000 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 Ν 2912/2001 "από  κάθε  είδους  συμβάσεις"  αλλά  και το   σκοπό  του,  η υποχρέωση επανακαθορισμού των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων επιβάλλεται ως γενικός όρος για την ικανοποίηση τους,   ενώ   οι   εξαιρέσεις   από   τη   διαδικασία  προβλέπονται περιοριστικά και ως τέτοιες πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Προφανής σκοπός της καθιερούμενης αυτής υποχρεώσεως των τραπεζικών    ιδρυμάτων,    για    τον    επανακαθορισμό    των απαιτήσεων τους, είναι η  αντιμετώπιση του φαινομένου της υπέρμετρης και επικίνδυνης για τις επιχειρήσεις διογκώσεις των προς τα πιστωτικά ιδρύματα οφειλών τους, ενόψει των υψηλών επιτοκίων   και   των  υπό   το   ισχύον  καθεστώς,   παράνομων ανατοκισμών    κατά    τις    χρονικές   περιόδους    στις   οποίες αναφέρεται η σχετική ρύθμιση. Περαιτέρω(κατά το σύστημα του ΚΠολΔ    (άρθρο    915,    916)    για   να    πραγματοποιηθεί    η αναγκαστική εκτέλεση δεν αρκεί να υπάρχει εκτελεστός τίτλος.


Πρέπει επιπλέον ο τίτλος αυτός να ενσαρκώνει αξίωση βέβαιη και εκκαθαρισμένη.
Η ύπαρξη μιας τέτοιας αξιώσεως αποτελεί συνεπώς ιδιαίτερη και βασική προϋπόθεση της αναγκαστικής εκτελέσεως, αντίθετα με ότι συμβαίνει στη διαγνωστική δίκη όπου υπό προϋποθέσεις, υπάρχει η δυνατότητα να χορηγείται η έννομη προστασία και προληπτικά (69 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με τη λογική νόμου η επέμβαση των δημοσίων οργάνων στην προσωπική και περιουσιακή σφαίρα του οφειλέτη. δεν είναι επιτρεπτό να επιχειρείται πρόωρα όταν η απαίτηση δεν είναι βέβαιη (ΑΠ 753/1994 ΕλλΔνη 36.841, Εφ Αθ 1025/1981 ΝοΒ 30,245, Εφ Αθ 391/1992 ΕλλΔνη 37 1128, Εφ Πειρ 332/94 ΕλλΔνη 36 1302).
Στην προκειμένη περίπτωση ;ο ανακόπτων με τον πρώτο
λόγο της υπό κρίση ανακοπής του_, ισχυρίζεται, ότι η καθ'ής
Τράπεζα επίσπευσε σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση βάσει
επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας αντιγράφου εξ' απογράφου
εκτελεστού, της υπ' αριθμ 556/1999 διαταγής πληρωμής του
Δικαστή   του   Μονομελούς   Πρωτοδικείου   Λαμίας  που   του
επιδόθηκε κατ' αρχήν την 30-9-1999 και στη συνέχεια την 20-
11 -2003 (βλ σχετικές εκθέσεις επιδόσεως στον ανακόπτοντα από
το δικαστικό επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας Αντώνη Δημ.
Φάΐτά, υπ' αριθμ 4438 και 8639 αντίστοιχα). Ότι περαιτέρω,
δυνάμει της ως άνω αναφερόμενης διαταγής πληρωμής με την
υπ'    αριθμ   8995/2003    κατασχετήρια   έκθεση    επισπεύθηκε
πλειστηριασμός     σε     ακίνητη     περιουσία,     που     επαρκώς
προσδιορίζεται στην ανακοπή του καθ' ού για τις 28-1-2004,
κατά παράβαση του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 που ορίζει ότι


   φυλ υπ αριθ 124/05 αποφ Μον Πρωτ Λαμίας
(τακτική )
αναστέλλονται για το χρονικό διάστημα από 11-2-2000 έως 31-10-2000 (έπειτα έως 31-12-2001) οι αναγκαστικές εκτελέσεις από Τράπεζες κατά πελατών τους για οφειλές από δάνεια ή πιστώσεις, δίχως να γίνει επανακαθορισμός της οφειλής σύμφωνα με το άρθρο 42 Ν 2912/2001 κατά τα οριζόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.
Ο λόγος αυτός είναι νόμω βάσιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 30 παρ 4 ν2789/2000 και άρθρο 42 περ 2 Ν 2912/2001 και 933 παρ 1 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος που εξετάσθηκε με   πρόταση   του   ανακόπτοντος   στο   ακροατήριο   (βλ   τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης), τα  έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά   μέσα  και   άλλα  για   τη   συναγωγή   δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 339 σε συνδ με άρθρο 395 ΚΠολΔ) καθώς και από όσα συνομολογούν οι διάδικοι κατ' άρθρο 261 ΚΠολΔ με τις   προτάσεις   τους,   αποδεικνύονται  κατά   την   κρίση   του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ' αριθμ    556/1999    διαταγή    πληρωμής    του    Δικαστή    του Μονομελούς   Πρωτοδικείου   Λαμίαςπου  του   επιδόθηκε   κατ' αρχήν την 30-9-1999 και στη συνέχεια την 20-11-2003 (βλ τις υπ' αριθμ 4438 και 8639 εκθέσεις επιδόσεως αντίστοιχα κατά τα


ως άνω), ο ανακόπτων υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ'ής
το ποσό των 9604970 δραχμών που προέρχεται από δανειακή
σύμβαση με αριθμό 578/11-12-1996 η οποία καταρτίσθηκε στη
Λαμία μεταξύ της καθ'ής και του πρώτου ανακόπτοντος την
οποία προσυπέγραψε η δεύτερη ανακόπτουσα και εγγυήθηκε ως
αυτοφειλέτης υπέρ του πρώτου των καθ'ών και πιστούχου προς
τον αιτούντα και ευθυνόμενη εις ολόκληρον μαζί με αυτόν. Στη
συνέχεια  η   καθ'ής   επίσπευσε  τη   διαδικασία   αναγκαστικής
εκτέλεσης  σε  βάρος  της  ακίνητης  περιουσίας  του  πρώτου
ανακόπτοντα   με   την   υπ'   αριθμ   899/5-12-2003   εκθέσεως
αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτου περιουσίας της δευτέρας
των ανακοπτόντων του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο
Λαμίας Αντωνίου  Δημ.  Φάίτά.  Εν τέλει δε,  εκτέθηκα    σε
δημόσιο_αναγκαστικό πλειστηριασμό και εκπλειστηριάσθηκε την
28 Ιανουαρίου 2004 ένα ακίνητο της δευτέρας ανακόπτουσας
που     επαρκώς     προσδιορίζεται     και     περιγράφεται     στην
προαναφερόμενη κατασχετήρια έκθεση. Όμως η εκ μέρους της
καθ'ής   επίσπευση   αναγκαστικής   εκτέλεσης   σε   βάρος   του
ανακόπτοντος    με    την    ως    άνω    κατασχετήρια    έκθεση,
διενεργήθηκε κατά παράβαση του προαναφερόμενου άρθρου 30
παρ  4  του  ν.  2789/2000  που  ορίζει ότι αναστέλλονται  οι
αναγκαστικές εκτελέσεις κατά πελατών της Τράπεζας έως την
31-10-2000 (και κατόπιν με τους νόμους 2873/2000 και άρθρο
42   περ   2   του   Ν2912/2001   έως   31-12-2001)   εφόσον   η
προσβαλλόμενη     με    την    υπό    κρίση     ανακοπή     έκθεση
αναγκαστικής  κατάσχεσης  φέρει ημερομηνία  5-12-2003  και
εξεδόθη σύμφωνα με την από 5-12-2003 παραγγελία της καθ'ής


   φυλ υπ αριθ 124/05 αποφ Μον Πρωτ Λαμίας
(τακτική )
που δόθηκε στον προαναφερόμενο δικαστικό επιμελητή, δίχως να γίνει επαναπροσδιορισμός της οφειλής κατά τις επιταγές του σχετικού νόμου σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα.
Εξάλλου η συγκεκριμένη περίπτωση εμπίπτει στις ενεργετικές ρυθμίσεις σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ 8 του ν2789/2000 (κατά τα ως άνω) δεδομένου ότι η απαίτηση της Τράπεζας είχε κριθεί με διαταγή πληρωμής και όχι με τελεσίδικη απόφαση, επιπροσθέτως δε, δεν ακολούθησε διαδικασία επανακαθορισμού της οφειλής κατόπιν αιτήσεων των ανακοπτόντων σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη της παρούσας.
Άρα σύμφωνα με τα παραπάνω, ακύρως επισπεύθηκε αναγκαστική εκτέλεση από την καθ'ής εις βάρος των ανακοπτόντων με την προαναφερόμενη κατασχετήρια έκθεση, γι' αυτό πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η υπό κρίση ανακοπή κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμου του πρώτου λόγου της (ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων) και ν' ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 899/5-12-2003 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτου περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας Αντωνίου Δημ. Φαϊτά.
Περαιτέραχ,το αίτημα των ανακοπτόντων για την κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει ν' απορριφθεί εφόσον προσωρινώς εκτελεστές επιτρέπεται να κηρυχθούν μόνον οι αποφάσεις εκείνες οι οποίες μετά την τελεσιδικία   τους   θα   μπορούσαν   να   αποτελέσουν   τίτλους


εκτελεστούς. Επομένως δεν κηρύσσονται προσωρινώς εκτελεστές οι αποφάσεις που ακυρώνουν την εκτέλεση μετά από παραδοχή της κατ' άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπής (Μον Π Αθ. 998/1979, Αρμ 1979, 742, 743); δεδομένου ότι πρόκειται για αποφάσεις αμέσως εκ του νόμου εκτελεστές. Τέλος τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 τελ εδ ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο. Δέχεται την ανακοπή.
Ακυρώνει: α) την υπ' αριθμ 899/5-12-2003 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου περιουσίας του δικαστικού επιμελητή Λαμίας Αντωνίου Δημ. Φάίτά , β) την υπ' αριθμ 903/17-12-2003 περίληψη κατασχετήριας εκθέσεως για διενέργεια αναγκαστικού πλειστηριασμού του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας Αντωνίου Δημ. Φαϊτά, όπως και κάθε περαιτέρω πράξη που έγινε με βάση την περίληψη αυτή.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα ανάμεσα στους διαδίκους.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Λαμία στις 31-10-2005 σε δημόσια έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι  πληρεξούσιοι αυτών.
Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Α.Ο